Στην προσπάθεια τους να βρουν μια οικονομική και βιοποριστική διέξοδο, έτσι
ώστε να αποκτήσουν τα απαραίτητα αγαθά σε εποχές πολύ δύσκολες, η
επινοητικότητα και η ευστροφία των Κοσμιτών τους οδήγησε στη δημιουργία ενός
καινούριου επαγγέλματος συνδεδεμένου με την τέχνη του αργαλειού.
Πρόκειται για τους χτενάδες οι οποίοι κατασκεύαζαν τα
χτένια του αργαλειού από καλάμι. Το επάγγελμα του χτενοποιού το ασκούσαν για
πολλά χρόνια, κατά αποκλειστικότητα στην Ελλάδα, οι Κοσμίτες. Αυτοί που
κατασκεύαζαν χτένια του αργαλειού από καλάμι τους έλεγαν «Γιωργατζάδες».
Το ίδιο γνωστά με την κατασκευή των χτενιών είναι και τα φημισμένα χειροποίητα
κοσμίτικα υφαντά και τα κεντήματα που τα σχεδίαζαν και τα έφτιαχναν οι
Κοσμίτισσες με τα χέρια τους στον αργαλειό.
Η απαρχή της τέχνης και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη:
Η τέχνη του χτενά έκανε την εμφάνιση της στο Κοσμά, κατά την επικρατέστερη
άποψη σύμφωνα με τον υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη «Φωτάκο» (1798-1879), από
έναν συγχωριανό μας που είχε ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Η παράδοση μας μεταφέρει τη μαρτυρία, ότι κάποιος Κοσμίτης γνωρίστηκε με
ένα Τούρκο τεχνίτη και του ζήτησε να του διδάξει τη τέχνη αλλά ο Τούρκος
αρνήθηκε. Ο πρόγονος μας με τη χαρακτηριστική επιμονή του κατάφερε να νοικιάσει
ένα δωμάτιο πλάι στο εργαστήρι του Τούρκου, τα δυο οικήματα τα χώριζε ένας
ξύλινος τοίχος, που τα σανίδια είχαν χαραμάδες. Έτσι λοιπόν, ο Κοσμίτης
παρακολουθούσε τον χτενά και έμαθε όλες τις λεπτομέρειες μεταφέροντάς τες κατά
την επιστροφή του στο χωριό. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κάνει την
εμφάνιση της η λαϊκή τέχνη του χτενά στον Κοσμά.
Οι Γιωργατζάδες και ο τρόπος δουλειάς τους:
Σύμφωνα με τα ιστορικά ντοκουμέντα, ο άνθρωπος που μετέφερε την τέχνη
λεγόταν Γιωργατζάς, εξού και πολλά τοπωνύμια της περιοχής μας. Έτσι λοιπόν και
οι τεχνίτες χτενάδες ονομάστηκαν «Γιωργατζάδες».
Για τους «Γιωργατζάδες» τεχνίτες, με την πείρα που διαθέτανε αλλά και το
μεράκι που βάζανε πάνω στην τέχνη τους, η δουλειά τους γινόταν εύκολη. Ήταν
πραγματικά αξιοπρόσεκτος ο ρυθμός και η ταχύτητα με την οποία πλέκανε, καθιστοί
σ' ένα ξύλινο σκαμνί, τα χτένια. Οι καλοί τεχνίτες μπορούσαν να ετοιμάσουν μέσα
σε μία ημέρα, μέχρι και οχτώ χτένια και οι συνδυασμοί χρωμάτων ήταν: κίτρινο
καλάμι με κόκκινη ή άσπρη, ή μαύρη ή μπλε κλωστή για να δώσουν στο χτένι την
ξεχωριστή του χάρη. Πάνω στα «κεφαλάρια» του χτενιού, ανάλογα με το κέφι τους
χάραζαν ημερομηνίες και σύμβολα (σταυρούς, καρδιές, ήλιους, λουλούδια κλπ.)
ονόματα και φυσικά το όνομα του χωριού τους, του Κοσμά.
Η συνθηματική διάλεκτος:
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι «Γιωργατζάδες» χαρακτηρίζονταν από ανεπτυγμένο
αίσθημα ομαδικότητας και θεωρούσαν ότι η τέχνη τους ήταν μοναδική. Αυτό
αποδεικνύεται απ' το γεγονός ότι μεταξύ τους είχαν αναπτύξει μία δικιά
τους συνθηματική διάλεκτο, τα «Γιωργατζαίϊκα» που κατά
κάποιο τρόπο τους βοηθούσε να κρατήσουν τα μυστικά του επαγγέλματος.
Η διάλεκτος φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη κατά την περίοδο της ναζιστικής
κατοχής (1941-1945), καθώς οι κάτοικοι κατόρθωναν να συνεννοούνται πάνω σε
θέματα ασφαλείας και αντίστασης κατά του εχθρού. Η τοπική αυτή διάλεκτος είναι
της κοινής ελληνικής με μεταφορική ή συμβολική σημασία.
Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει 30 ρήματα που αποτελούν και τη
βάση του, αρκετές λέξεις προέρχονται από επώνυμα κατοίκων του χωριού,
τοπωνύμια, ονόματα πλαϊνών χωριών κ.τ.λ. Π.χ. ο γιατρός λεγόταν «ρήγας»
επομένως το φαρμακείο «ρηγεϊκο», και τα φάρμακα «ρηγέϊκα», ο Θεός λεγόταν
«Μπερκιάς» διότι ονομάζεται κορυφή του Πάρνωνα και μια χαρακτηριστική φράση για
να καταλάβουμε την ευρύτητα του «γιωργατζαίϊκου» λεξιλογίου «Γράζει μπάνικη η
σαΐτα = Είναι όμορφη η κοπελιά». Επιπλέον οι «γιωργατζάδες» φρόντιζαν να
ψυχαγωγούνται με τραγούδια στη δική τους ιδιότυπη διάλεκτο:
Ήταν ένας φαφάνης και μια μανιά και (Ήταν ένας γέρος και μια γρηά)
έγραζε μια σαΐτα τη στυλάγανε Σοφιά. (κι΄είχανε μια κόρη τη λέγανε
Σοφιά).
Η φαφάνα της την αλατάριαζε στο Σταυραίδεϊκο (Η μητέρα της
την έστελνε στο Σχολείο)
κι΄ η Σταυραϊδού στη τρεχούμενη για τρεχούμενο. (και η δασκάλα
της στη βρύση για νερό)
Η εξέλιξη της τέχνης των Γιωργατζάδων:
Η «γιωργατζοσύνη» γνώρισε μεγάλη άνθηση στο χωριό μας και οι κάτοικοι
παρασυρόμενοι από το επιχειρηματικό τους πνεύμα δραστηριοποιούνταν τόσο
στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ξεπερνώντας τα Βαλκάνια και φτάνοντας
ως τη Ρωσία. Τα ταξίδια τους διαρκούσαν 6-7 μήνες και ξεκινούσαν συντροφικά
κατά τη διάρκεια της Καθαρής Βδομάδας.
Η δράση και η εξέλιξη της τέχνης των «γιωργατζάδων» τους υποχρέωσε μάλιστα
σε κατοχύρωση των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Οι δραστήριοι Κοσμίτες
αποφασίζουν το 1936 την πιο ουσιαστική λειτουργία και τον κεντρικό συντονισμό
του επαγγέλματος με την ίδρυση σωματείου κτενοποιών με τη επωνυμία «Επαγγελματικό
Σωματείο Ενώσεως Κτενοποιών - Υφαντουργίας».
Η πρωτοπόρα σκέψη των 28 ιδρυτών της συντεχνίας περιλαμβάνει καταστατικό με
32 άρθρα που χωρίζονται σε 7 κεφάλαια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της
ευσυνειδησίας των χτενάδων είναι το άρθρο που αναφέρεται στην απαγόρευση της
εκμάθησης της τέχνης σε παιδία κάτω των 14ων ετών, δίχως την άδεια του πατρός ή
του κηδεμόνος.
Τι έχει μείνει από την τέχνη τους;
Αν και το επάγγελμα δεν εξασκείται πλέον -άλλωστε η εποχή του αργαλειού
έχει περάσει- παραμένουν ωστόσο οι αναμνήσεις. Αυτές στεγάζονται
στο Λαογραφικό Μουσείο του Κοσμά, στο δημοτικό σχολείο του χωριού.
Εκεί, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου, έχει στηθεί μια γωνιά που
«εικονοποιεί» τον τρόπο ζωής και τη δράση τους, παρουσιάζοντας με μεγάλη
επιμέλεια τον Κοσμίτη «γιωργατζά».
Επίσης στον Κοσμά διατηρείται ακόμα και σήμερα λαογραφική συλλογή που
στεγάζεται και αυτή στο σχολείο και περιέχει αντικείμενα της καθημερινής ζωής,
υφαντά και κεντήματα.
Βιβλιογραφία:
- Τσολομήτης Γ. Δημητρίου, "Οι Κοσμίτες γιωργατζάδες και τα γιωργατζαίϊκα"
- Κωστάκης Π. Θανάσης, Χ.
Χρονόπουλος, "Οι γιωργατζάδες του Κοσμά και η γλώσσα τους"